2 Résultats trouvés pour "εργαλείο".

εργαλείο

Du grec ancien ἐργαλεῖον, ergaleîon. εργαλείο (ergalío) \ɛɾ.ɣa.ˈli.ɔ\ neutre Outil. γεωργικά εργαλεία outils agricoles. τα εργαλεία του σιδηρουργού les...


outil

irlandais : acra (ga), acaire (ga) Gallo : afutiaos (*) pluriel Grec : εργαλείο (el) ergalío neutre Grec ancien : ὄργανον (*) órganon neutre Hébreu : כלי (he)...