(« âme, esprit des morts ») et de μαντεία, manteía (« divination »). σκιομαντεία, skiomanteía *\Prononciation ?\ féminin Nécromancie, invocation des âmes...
Du grec ancien σκιομαντεία, skiomanteía (« invocation des âmes des défunts »). sciomancie \si.ɔ.mɑ̃.si\ féminin (Occultisme) Nécromancie. Exemple d’utilisation...
ὀρνιθομαντεία ὀρθομαντεία προμαντεία πυρομαντεία θεομαντεία ῥαβδομαντεία σκιομαντεία ὑδρομαντεία ψυχομαντεία Anatole Bailly, Abrégé du dictionnaire grec-français...