σκεπτικότερος comparativo di σκεπτικός più osservatore skeptikòteros...
σκεπτικοτέρη nominativo femminile da σκεπτικότερος...
σκεπτικότερον nominativo neutro da σκεπτικότερος...
σκεπτικοτέρου genitivo maschile da σκεπτικότερος o genitivo neutro da σκεπτικότερον...
σκεπτικός (comparativo σκεπτικότερος, superlativo σκεπτικότατος) osservatore skèptikos σκέπτομαι σκεπτικός (filosofia) scettico idem idem...