5 Risultati trovati per "σκεπτικότερος".

σκεπτικότερος

σκεπτικότερος comparativo di σκεπτικός più osservatore skeptikòteros...


σκεπτικοτέρη

σκεπτικοτέρη nominativo femminile da σκεπτικότερος...


σκεπτικότερον

σκεπτικότερον nominativo neutro da σκεπτικότερος...


σκεπτικοτέρου

σκεπτικοτέρου genitivo maschile da σκεπτικότερος o genitivo neutro da σκεπτικότερον...


σκεπτικός

σκεπτικός (comparativo σκεπτικότερος, superlativo σκεπτικότατος) osservatore skèptikos σκέπτομαι σκεπτικός (filosofia) scettico idem idem...