αθλητικός (athlitikós) + -γράφος (-gráfos)
αθλητικογράφος (athlitikográfos) e, d (çoğulu αθλητικογράφοι)
tekil | çoğul | |
---|---|---|
yalın | αθλητικογράφος (athlitikográfos) | αθλητικογράφοι (athlitikográfoi) |
tamlayan | αθλητικογράφου (athlitikográfou) | αθλητικογράφων (athlitikográfon) |
belirtme | αθλητικογράφο (athlitikográfo) | αθλητικογράφους (athlitikográfous) |
seslenme | αθλητικογράφε (athlitikográfe) | αθλητικογράφοι (athlitikográfoi) |