βαριόμασταν (variómastan) βαριέμαι (variémai) sözcüğünün birinci çoğul şahıs kusurlu geçmiş zaman çekimi...
αυτ(ός/ή/ό) (o) βαριόταν (variótan) βαρέθηκε (varéthike) εμείς (biz) βαριόμασταν (variómastan) βαρεθήκαμε (varethíkame) εσείς (siz) βαριόσασταν (variósastan)...