Ayrıca bakınız: γυναικεῖος, γυναίκειος |
Öğrenilmiş bir şekilde Eski Yunanca γυναικεῖος (gunaikeîos) sözcüğünden nakledildi.[1]
γυναικείος (gynaikeíos) (dişil γυναικεία, nötr γυναικείο)
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | γυναικείος (gynaikeíos) | γυναικεία (gynaikeía) | γυναικείο (gynaikeío) | γυναικείοι (gynaikeíoi) | γυναικείες (gynaikeíes) | γυναικεία (gynaikeía) |
tamlayan | γυναικείου (gynaikeíou) | γυναικείας (gynaikeías) | γυναικείου (gynaikeíou) | γυναικείων (gynaikeíon) | γυναικείων (gynaikeíon) | γυναικείων (gynaikeíon) |
belirtme | γυναικείο (gynaikeío) | γυναικεία (gynaikeía) | γυναικείο (gynaikeío) | γυναικείους (gynaikeíous) | γυναικείες (gynaikeíes) | γυναικεία (gynaikeía) |
seslenme | γυναικείε (gynaikeíe) | γυναικεία (gynaikeía) | γυναικείο (gynaikeío) | γυναικείοι (gynaikeíoi) | γυναικείες (gynaikeíes) | γυναικεία (gynaikeía) |