ενοχλώ (enochló) + -τικός (-tikós)
ενοχλητικός (enochlitikós) (dişil ενοχλητική, nötr ενοχλητικό)
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | ενοχλητικός (enochlitikós) | ενοχλητική (enochlitikí) | ενοχλητικό (enochlitikó) | ενοχλητικοί (enochlitikoí) | ενοχλητικές (enochlitikés) | ενοχλητικά (enochlitiká) |
tamlayan | ενοχλητικού (enochlitikoú) | ενοχλητικής (enochlitikís) | ενοχλητικού (enochlitikoú) | ενοχλητικών (enochlitikón) | ενοχλητικών (enochlitikón) | ενοχλητικών (enochlitikón) |
belirtme | ενοχλητικό (enochlitikó) | ενοχλητική (enochlitikí) | ενοχλητικό (enochlitikó) | ενοχλητικούς (enochlitikoús) | ενοχλητικές (enochlitikés) | ενοχλητικά (enochlitiká) |
seslenme | ενοχλητικέ (enochlitiké) | ενοχλητική (enochlitikí) | ενοχλητικό (enochlitikó) | ενοχλητικοί (enochlitikoí) | ενοχλητικές (enochlitikés) | ενοχλητικά (enochlitiká) |