μικρο- (mikro-) + τραυματισμός (travmatismós)
μικροτραυματισμός (mikrotravmatismós) e (çoğulu μικροτραυματισμοί)
tekil | çoğul | |
---|---|---|
yalın | μικροτραυματισμός (mikrotravmatismós) | μικροτραυματισμοί (mikrotravmatismoí) |
tamlayan | μικροτραυματισμού (mikrotravmatismoú) | μικροτραυματισμών (mikrotravmatismón) |
belirtme | μικροτραυματισμό (mikrotravmatismó) | μικροτραυματισμούς (mikrotravmatismoús) |
seslenme | μικροτραυματισμέ (mikrotravmatismé) | μικροτραυματισμοί (mikrotravmatismoí) |