Ayrıca bakınız: ὀπτικός |
Eski Yunanca ὀπτικός (optikós) sözcüğünden.
οπτικός (optikós) e, d (çoğulu οπτικοί)
οπτικός (optikós) (dişil οπτική, nötr οπτικό)
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | οπτικός (optikós) | οπτική (optikí) | οπτικό (optikó) | οπτικοί (optikoí) | οπτικές (optikés) | οπτικά (optiká) |
tamlayan | οπτικού (optikoú) | οπτικής (optikís) | οπτικού (optikoú) | οπτικών (optikón) | οπτικών (optikón) | οπτικών (optikón) |
belirtme | οπτικό (optikó) | οπτική (optikí) | οπτικό (optikó) | οπτικούς (optikoús) | οπτικές (optikés) | οπτικά (optiká) |
seslenme | οπτικέ (optiké) | οπτική (optikí) | οπτικό (optikó) | οπτικοί (optikoí) | οπτικές (optikés) | οπτικά (optiká) |