πρόβατο (próvato) + -ο- (-o-) + κάμηλος (kámilos)[1]
προβατοκάμηλος (provatokámilos) d (çoğulu προβατοκάμηλοι veya προβατοκάμηλες)
tekil | çoğul | |
---|---|---|
yalın | προβατοκάμηλος (provatokámilos) | προβατοκάμηλοι, προβατοκάμηλες (provatokámiloi, provatokámiles) |
tamlayan | προβατοκαμήλου (provatokamílou) | προβατοκαμήλων (provatokamílon) |
belirtme | προβατοκάμηλο (provatokámilo) | προβατοκαμήλους, προβατοκάμηλες (provatokamílous, provatokámiles) |
seslenme | προβατοκάμηλε, προβατοκάμηλο (provatokámile, provatokámilo) | προβατοκάμηλοι, προβατοκάμηλες (provatokámiloi, provatokámiles) |