συμπαντ- (sympant-) + -ικός (-ikós)[1]
συμπαντικός (sympantikós) (dişil συμπαντική, nötr συμπαντικό)
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | συμπαντικός (sympantikós) | συμπαντική (sympantikí) | συμπαντικό (sympantikó) | συμπαντικοί (sympantikoí) | συμπαντικές (sympantikés) | συμπαντικά (sympantiká) |
tamlayan | συμπαντικού (sympantikoú) | συμπαντικής (sympantikís) | συμπαντικού (sympantikoú) | συμπαντικών (sympantikón) | συμπαντικών (sympantikón) | συμπαντικών (sympantikón) |
belirtme | συμπαντικό (sympantikó) | συμπαντική (sympantikí) | συμπαντικό (sympantikó) | συμπαντικούς (sympantikoús) | συμπαντικές (sympantikés) | συμπαντικά (sympantiká) |
seslenme | συμπαντικέ (sympantiké) | συμπαντική (sympantikí) | συμπαντικό (sympantikó) | συμπαντικοί (sympantikoí) | συμπαντικές (sympantikés) | συμπαντικά (sympantiká) |