Fransızca téléphoner sözcüğünden sözcüğünden veya İngilizce telephone sözcüğünden nakledildi. Morfolojik olarak: τηλέφωνο (tiléfono) + -ώ (-ó)[1].
τηλεφωνώ (tilefonó) (şimdiki zaman alternatif τηλεφωνάω, geçmiş zaman τηλεφώνησα, edilgen τηλεφωνιέμαι)
Etken | Edilgen | |||
Bildirme kipi | Tamamlanmamış bakış açısı | Tamamlanmış bakış açısı | Tamamlanmamış bakış açısı | Tamamlanmış bakış açısı |
Geçmiş olmayan zamanlar | Şimdiki zaman | Bağımlı | Şimdiki zaman | Bağımlı |
εγώ (ben) | τηλεφωνώ / τηλεφωνάω (tilefonó / tilefonáo) | τηλεφωνήσω (tilefoníso) | τηλεφωνιέμαι (tilefoniémai) | τηλεφωνηθώ (tilefonithó) |
εσύ (sen) | τηλεφωνείς / τηλεφωνάς (tilefoneís / tilefonás) | τηλεφωνήσεις (tilefoníseis) | τηλεφωνιέσαι (tilefoniésai) | τηλεφωνηθείς (tilefonitheís) |
αυτ(ός/ή/ό) (o) | τηλεφωνεί / τηλεφωνάει (tilefoneí / tilefonáei) | τηλεφωνήσει (tilefonísei) | τηλεφωνιέται (tilefoniétai) | τηλεφωνηθεί (tilefonitheí) |
εμείς (biz) | τηλεφωνούμε / τηλεφωνάμε (tilefonoúme / tilefonáme) | τηλεφωνήσουμε (tilefonísoume) | τηλεφωνιόμαστε (tilefoniómaste) | τηλεφωνηθούμε (tilefonithoúme) |
εσείς (siz) | τηλεφωνείτε / τηλεφωνάτε (tilefoneíte / tilefonáte) | τηλεφωνήσετε (tilefonísete) | τηλεφωνιέστε (tilefoniéste) | τηλεφωνηθείτε (tilefonitheíte) |
αυτ(οί/ές/ά) (onlar) | τηλεφωνούν / τηλεφωνάνε (tilefonoún / tilefonáne) | τηλεφωνήσουν (tilefonísoun) | τηλεφωνιούνται (tilefonioúntai) | τηλεφωνηθούν (tilefonithoún) |
Geçmiş zamanlar | Kusurlu | Basit geçmiş | Kusurlu | Basit geçmiş |
εγώ (ben) | τηλεφωνούσα (tilefonoúsa) | τηλεφώνησα (tilefónisa) | τηλεφωνιόμουν (tilefoniómoun) | τηλεφωνήθηκα (tilefoníthika) |
εσύ (sen) | τηλεφωνούσες (tilefonoúses) | τηλεφώνησες (tilefónises) | τηλεφωνιόσουν (tilefoniósoun) | τηλεφωνήθηκες (tilefoníthikes) |
αυτ(ός/ή/ό) (o) | τηλεφωνούσε (tilefonoúse) | τηλεφώνησε (tilefónise) | τηλεφωνιόταν (tilefoniótan) | τηλεφωνήθηκε (tilefoníthike) |
εμείς (biz) | τηλεφωνούσαμε (tilefonoúsame) | τηλεφωνήσαμε (tilefonísame) | τηλεφωνιόμασταν (tilefoniómastan) | τηλεφωνηθήκαμε (tilefonithíkame) |
εσείς (siz) | τηλεφωνούσατε (tilefonoúsate) | τηλεφωνήσατε (tilefonísate) | τηλεφωνιόσασταν (tilefoniósastan) | τηλεφωνηθήκατε (tilefonithíkate) |
αυτ(οί/ές/ά) (onlar) | τηλεφωνούσαν (tilefonoúsan) | τηλεφώνησαν (tilefónisan) | τηλεφωνιόνταν (tilefonióntan) | τηλεφωνήθηκαν (tilefoníthikan) |
Emir kipi | Tamamlanmamış bakış açısı | Tamamlanmış bakış açısı | Tamamlanmamış bakış açısı | Tamamlanmış bakış açısı |
εσύ (sen) | τηλεφώνα (tilefóna) | τηλεφώνησε (tilefónise) | – (–) | τηλεφωνήσου (tilefonísou) |
εσείς (siz) | τηλεφωνείτε / τηλεφωνάτε (tilefoneíte / tilefonáte) | τηλεφωνήστε (tilefoníste) | τηλεφωνιέστε (tilefoniéste) | τηλεφωνηθείτε (tilefonitheíte) |