αλεξι- (alexi-) + πτώση (ptósi), Fransızca parachute sözcüğünün tercümesi.
αλεξίπτωτο (alexíptoto) n (çoğulu αλεξίπτωτα)
tekil | çoğul | ||
---|---|---|---|
yalın | αλεξίπτωτο (alexíptoto) | αλεξίπτωτα (alexíptota) | |
tamlayan | αλεξιπτώτου, αλεξίπτωτου (alexiptótou, alexíptotou) | αλεξιπτώτων (alexiptóton) | |
belirtme | αλεξίπτωτο (alexíptoto) | αλεξίπτωτα (alexíptota) | |
seslenme | αλεξίπτωτο (alexíptoto) | αλεξίπτωτα (alexíptota) | |
Çekimli sözcük αλεξίπτωτου yaygındır. |