Morfolojik olarak (öğrenilmiş biçimde) αλκοόλ (alkoól) + -ούχος (-oúchos); Almanca alkoolhaltig sözcüğünden çeviri yoluyla.[1]
αλκοολούχος (alkooloúchos) (dişil αλκοολούχος veya αλκοολούχα, nötr αλκοολούχο)
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | αλκοολούχος (alkooloúchos) | αλκοολούχος, αλκοολούχα (alkooloúchos, alkooloúcha) | αλκοολούχο (alkooloúcho) | αλκοολούχοι (alkooloúchoi) | αλκοολούχοι, αλκοολούχες (alkooloúchoi, alkooloúches) | αλκοολούχα (alkooloúcha) |
tamlayan | αλκοολούχου (alkooloúchou) | αλκοολούχου, αλκοολούχας (alkooloúchou, alkooloúchas) | αλκοολούχου (alkooloúchou) | αλκοολούχων (alkooloúchon) | αλκοολούχων (alkooloúchon) | αλκοολούχων (alkooloúchon) |
belirtme | αλκοολούχο (alkooloúcho) | αλκοολούχο, αλκοολούχα (alkooloúcho, alkooloúcha) | αλκοολούχο (alkooloúcho) | αλκοολούχους (alkooloúchous) | αλκοολούχους, αλκοολούχες (alkooloúchous, alkooloúches) | αλκοολούχα (alkooloúcha) |
seslenme | αλκοολούχε (alkooloúche) | αλκοολούχε, αλκοολούχα (alkooloúche, alkooloúcha) | αλκοολούχο (alkooloúcho) | αλκοολούχοι (alkooloúchoi) | αλκοολούχοι, αλκοολούχες (alkooloúchoi, alkooloúches) | αλκοολούχα (alkooloúcha) |