Ayrıca bakınız: ἀνασταλτικός |
Koini Grekçesi ἀνασταλτικός (anastaltikós).[1]
ανασταλτικός (anastaltikós) (dişil ανασταλτική, nötr ανασταλτικό)
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | ανασταλτικός (anastaltikós) | ανασταλτική (anastaltikí) | ανασταλτικό (anastaltikó) | ανασταλτικοί (anastaltikoí) | ανασταλτικές (anastaltikés) | ανασταλτικά (anastaltiká) |
tamlayan | ανασταλτικού (anastaltikoú) | ανασταλτικής (anastaltikís) | ανασταλτικού (anastaltikoú) | ανασταλτικών (anastaltikón) | ανασταλτικών (anastaltikón) | ανασταλτικών (anastaltikón) |
belirtme | ανασταλτικό (anastaltikó) | ανασταλτική (anastaltikí) | ανασταλτικό (anastaltikó) | ανασταλτικούς (anastaltikoús) | ανασταλτικές (anastaltikés) | ανασταλτικά (anastaltiká) |
seslenme | ανασταλτικέ (anastaltiké) | ανασταλτική (anastaltikí) | ανασταλτικό (anastaltikó) | ανασταλτικοί (anastaltikoí) | ανασταλτικές (anastaltikés) | ανασταλτικά (anastaltiká) |