αντικειμενικός (antikeimenikós) + -ότητα (-ótita)
αντικειμενικότητα (antikeimenikótita) d (çoğulu αντικειμενικότητες)
tekil | çoğul | |
---|---|---|
yalın | αντικειμενικότητα (antikeimenikótita) | αντικειμενικότητες (antikeimenikótites) |
tamlayan | αντικειμενικότητας (antikeimenikótitas) | αντικειμενικοτήτων (antikeimenikotíton) |
belirtme | αντικειμενικότητα (antikeimenikótita) | αντικειμενικότητες (antikeimenikótites) |
seslenme | αντικειμενικότητα (antikeimenikótita) | αντικειμενικότητες (antikeimenikótites) |