Ayrıca bakınız: ἀρτιγέννητος |
Koini Grekçesi ἀρτιγέννητος (artigénnētos).[1]
αρτιγέννητος (artigénnitos) (dişil αρτιγέννητη, nötr αρτιγέννητο)
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | αρτιγέννητος (artigénnitos) | αρτιγέννητη (artigénniti) | αρτιγέννητο (artigénnito) | αρτιγέννητοι (artigénnitoi) | αρτιγέννητες (artigénnites) | αρτιγέννητα (artigénnita) |
tamlayan | αρτιγέννητου (artigénnitou) | αρτιγέννητης (artigénnitis) | αρτιγέννητου (artigénnitou) | αρτιγέννητων (artigénniton) | αρτιγέννητων (artigénniton) | αρτιγέννητων (artigénniton) |
belirtme | αρτιγέννητο (artigénnito) | αρτιγέννητη (artigénniti) | αρτιγέννητο (artigénnito) | αρτιγέννητους (artigénnitous) | αρτιγέννητες (artigénnites) | αρτιγέννητα (artigénnita) |
seslenme | αρτιγέννητε (artigénnite) | αρτιγέννητη (artigénniti) | αρτιγέννητο (artigénnito) | αρτιγέννητοι (artigénnitoi) | αρτιγέννητες (artigénnites) | αρτιγέννητα (artigénnita) |