Fransızca autobiographie sözcüğünden. Morfolojik olarak: αυτο- (afto-) + βιογραφία (viografía).
αυτοβιογραφία (aftoviografía) d (çoğulu αυτοβιογραφίες)
tekil | çoğul | |
---|---|---|
yalın | αυτοβιογραφία (aftoviografía) | αυτοβιογραφίες (aftoviografíes) |
tamlayan | αυτοβιογραφίας (aftoviografías) | αυτοβιογραφιών (aftoviografión) |
belirtme | αυτοβιογραφία (aftoviografía) | αυτοβιογραφίες (aftoviografíes) |
seslenme | αυτοβιογραφία (aftoviografía) | αυτοβιογραφίες (aftoviografíes) |