βιβλιοθήκη (vivliothíki) + -άριος (-ários)
βιβλιοθηκάριος (vivliothikários) e, d (çoğulu βιβλιοθηκάριοι)
tekil | çoğul | ||
---|---|---|---|
yalın | βιβλιοθηκάριος (vivliothikários) | βιβλιοθηκάριοι (vivliothikárioi) | |
tamlayan | βιβλιοθηκάριου, βιβλιοθηκαρίου (vivliothikáriou, vivliothikaríou) | βιβλιοθηκάριων, βιβλιοθηκαρίων (vivliothikárion, vivliothikaríon) | |
belirtme | βιβλιοθηκάριο (vivliothikário) | βιβλιοθηκάριους, βιβλιοθηκαρίους (vivliothikárious, vivliothikaríous) | |
seslenme | βιβλιοθηκάριε (vivliothikárie) | βιβλιοθηκάριοι (vivliothikárioi) | |
İkinci çekimler resmîdir. |