Öğrenilmiş bir şekilde Eski Yunanca διανοούμενος (dianooúmenos) sözcüğünden nakledildi, διανοέομαι (dianoéomai) sözcüğünden; Fransızca intellectuel sözcüğünden çeviri yoluyla.[1]
διανοούμενος (dianooúmenos) (dişil διανοούμενη, nötr διανοούμενο)
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | διανοούμενος (dianooúmenos) | διανοούμενη (dianooúmeni) | διανοούμενο (dianooúmeno) | διανοούμενοι (dianooúmenoi) | διανοούμενες (dianooúmenes) | διανοούμενα (dianooúmena) |
tamlayan | διανοούμενου (dianooúmenou) | διανοούμενης (dianooúmenis) | διανοούμενου (dianooúmenou) | διανοούμενων (dianooúmenon) | διανοούμενων (dianooúmenon) | διανοούμενων (dianooúmenon) |
belirtme | διανοούμενο (dianooúmeno) | διανοούμενη (dianooúmeni) | διανοούμενο (dianooúmeno) | διανοούμενους (dianooúmenous) | διανοούμενες (dianooúmenes) | διανοούμενα (dianooúmena) |
seslenme | διανοούμενε (dianooúmene) | διανοούμενη (dianooúmeni) | διανοούμενο (dianooúmeno) | διανοούμενοι (dianooúmenoi) | διανοούμενες (dianooúmenes) | διανοούμενα (dianooúmena) |
διανοούμενος (dianooúmenos) e (çoğulu διανοούμενοι, dişili διανοούμενη)
tekil | çoğul | ||
---|---|---|---|
yalın | διανοούμενος (dianooúmenos) | διανοούμενοι (dianooúmenoi) | |
tamlayan | διανοούμενου, διανοουμένου (dianooúmenou, dianoouménou) | διανοούμενων, διανοουμένων (dianooúmenon, dianoouménon) | |
belirtme | διανοούμενο (dianooúmeno) | διανοούμενους, διανοουμένους (dianooúmenous, dianoouménous) | |
seslenme | διανοούμενε (dianooúmene) | διανοούμενοι (dianooúmenoi) | |
İkinci çekimler resmîdir. |