εκλεκτικός (eklektikós) (dişil εκλεκτική, nötr εκλεκτικό)
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | εκλεκτικός (eklektikós) | εκλεκτική (eklektikí) | εκλεκτικό (eklektikó) | εκλεκτικοί (eklektikoí) | εκλεκτικές (eklektikés) | εκλεκτικά (eklektiká) |
tamlayan | εκλεκτικού (eklektikoú) | εκλεκτικής (eklektikís) | εκλεκτικού (eklektikoú) | εκλεκτικών (eklektikón) | εκλεκτικών (eklektikón) | εκλεκτικών (eklektikón) |
belirtme | εκλεκτικό (eklektikó) | εκλεκτική (eklektikí) | εκλεκτικό (eklektikó) | εκλεκτικούς (eklektikoús) | εκλεκτικές (eklektikés) | εκλεκτικά (eklektiká) |
seslenme | εκλεκτικέ (eklektiké) | εκλεκτική (eklektikí) | εκλεκτικό (eklektikó) | εκλεκτικοί (eklektikoí) | εκλεκτικές (eklektikés) | εκλεκτικά (eklektiká) |