εμπιστεύ(ομαι) (empisteý(omai)) + -τικός (-tikós)
εμπιστευτικός (empisteftikós) (dişil εμπιστευτική, nötr εμπιστευτικό)
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | εμπιστευτικός (empisteftikós) | εμπιστευτική (empisteftikí) | εμπιστευτικό (empisteftikó) | εμπιστευτικοί (empisteftikoí) | εμπιστευτικές (empisteftikés) | εμπιστευτικά (empisteftiká) |
tamlayan | εμπιστευτικού (empisteftikoú) | εμπιστευτικής (empisteftikís) | εμπιστευτικού (empisteftikoú) | εμπιστευτικών (empisteftikón) | εμπιστευτικών (empisteftikón) | εμπιστευτικών (empisteftikón) |
belirtme | εμπιστευτικό (empisteftikó) | εμπιστευτική (empisteftikí) | εμπιστευτικό (empisteftikó) | εμπιστευτικούς (empisteftikoús) | εμπιστευτικές (empisteftikés) | εμπιστευτικά (empisteftiká) |
seslenme | εμπιστευτικέ (empisteftiké) | εμπιστευτική (empisteftikí) | εμπιστευτικό (empisteftikó) | εμπιστευτικοί (empisteftikoí) | εμπιστευτικές (empisteftikés) | εμπιστευτικά (empisteftiká) |