εργατικός (ergatikós)
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | εργατικός (ergatikós) | εργατική (ergatikí) | εργατικό (ergatikó) | εργατικοί (ergatikoí) | εργατικές (ergatikés) | εργατικά (ergatiká) |
tamlayan | εργατικού (ergatikoú) | εργατικής (ergatikís) | εργατικού (ergatikoú) | εργατικών (ergatikón) | εργατικών (ergatikón) | εργατικών (ergatikón) |
belirtme | εργατικό (ergatikó) | εργατική (ergatikí) | εργατικό (ergatikó) | εργατικούς (ergatikoús) | εργατικές (ergatikés) | εργατικά (ergatiká) |
seslenme | εργατικέ (ergatiké) | εργατική (ergatikí) | εργατικό (ergatikó) | εργατικοί (ergatikoí) | εργατικές (ergatikés) | εργατικά (ergatiká) |