Eski Yunanca μουσικός (mousikós) sözcüğünden, Μοῦσα (Moûsa) sözcüğünden.
μουσικός (mousikós) e, d (çoğulu μουσικοί)
μουσικός (mousikós) (dişil μουσική, nötr μουσικό)
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | μουσικός (mousikós) | μουσική (mousikí) | μουσικό (mousikó) | μουσικοί (mousikoí) | μουσικές (mousikés) | μουσικά (mousiká) |
tamlayan | μουσικού (mousikoú) | μουσικής (mousikís) | μουσικού (mousikoú) | μουσικών (mousikón) | μουσικών (mousikón) | μουσικών (mousikón) |
belirtme | μουσικό (mousikó) | μουσική (mousikí) | μουσικό (mousikó) | μουσικούς (mousikoús) | μουσικές (mousikés) | μουσικά (mousiká) |
seslenme | μουσικέ (mousiké) | μουσική (mousikí) | μουσικό (mousikó) | μουσικοί (mousikoí) | μουσικές (mousikés) | μουσικά (mousiká) |