Eski Yunanca παρά (pará) + ἄλληλος (állēlos).
παράλληλος (parállilos) (dişil παράλληλη, nötr παράλληλο)
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | παράλληλος (parállilos) | παράλληλη (parállili) | παράλληλο (parállilo) | παράλληλοι (parálliloi) | παράλληλες (parálliles) | παράλληλα (parállila) |
tamlayan | παράλληλου (parállilou) | παράλληλης (parállilis) | παράλληλου (parállilou) | παράλληλων (parállilon) | παράλληλων (parállilon) | παράλληλων (parállilon) |
belirtme | παράλληλο (parállilo) | παράλληλη (parállili) | παράλληλο (parállilo) | παράλληλους (parállilous) | παράλληλες (parálliles) | παράλληλα (parállila) |
seslenme | παράλληλε (parállile) | παράλληλη (parállili) | παράλληλο (parállilo) | παράλληλοι (parálliloi) | παράλληλες (parálliles) | παράλληλα (parállila) |
παράλληλος (parállilos) e (çoğulu παράλληλοι)
tekil | çoğul | |
---|---|---|
yalın | παράλληλος (parállilos) | παράλληλοι (parálliloi) |
tamlayan | παραλλήλου (parallílou) | παραλλήλων (parallílon) |
belirtme | παράλληλο (parállilo) | παραλλήλους (parallílous) |
seslenme | παράλληλε (parállile) | παράλληλοι (parálliloi) |