υποκειμενικός (ypokeimenikós) + -ότητα (-ótita)
υποκειμενικότητα (ypokeimenikótita) d (çoğulu υποκειμενικότητες)
tekil | çoğul | |
---|---|---|
yalın | υποκειμενικότητα (ypokeimenikótita) | υποκειμενικότητες (ypokeimenikótites) |
tamlayan | υποκειμενικότητας (ypokeimenikótitas) | υποκειμενικοτήτων (ypokeimenikotíton) |
belirtme | υποκειμενικότητα (ypokeimenikótita) | υποκειμενικότητες (ypokeimenikótites) |
seslenme | υποκειμενικότητα (ypokeimenikótita) | υποκειμενικότητες (ypokeimenikótites) |