χαλαρωτικός (chalarotikós) (dişil χαλαρωτική, nötr χαλαρωτικό)
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | χαλαρωτικός (chalarotikós) | χαλαρωτική (chalarotikí) | χαλαρωτικό (chalarotikó) | χαλαρωτικοί (chalarotikoí) | χαλαρωτικές (chalarotikés) | χαλαρωτικά (chalarotiká) |
tamlayan | χαλαρωτικού (chalarotikoú) | χαλαρωτικής (chalarotikís) | χαλαρωτικού (chalarotikoú) | χαλαρωτικών (chalarotikón) | χαλαρωτικών (chalarotikón) | χαλαρωτικών (chalarotikón) |
belirtme | χαλαρωτικό (chalarotikó) | χαλαρωτική (chalarotikí) | χαλαρωτικό (chalarotikó) | χαλαρωτικούς (chalarotikoús) | χαλαρωτικές (chalarotikés) | χαλαρωτικά (chalarotiká) |
seslenme | χαλαρωτικέ (chalarotiké) | χαλαρωτική (chalarotikí) | χαλαρωτικό (chalarotikó) | χαλαρωτικοί (chalarotikoí) | χαλαρωτικές (chalarotikés) | χαλαρωτικά (chalarotiká) |