Ayrıca bakınız: ὕποπτος |
Öğrenilmiş bir şekilde Eski Yunanca ὕποπτος (húpoptos) sözcüğünden nakledildi.[1]
ύποπτος (ýpoptos) (dişil ύποπτη, nötr ύποπτο)
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | ύποπτος (ýpoptos) | ύποπτη (ýpopti) | ύποπτο (ýpopto) | ύποπτοι (ýpoptoi) | ύποπτες (ýpoptes) | ύποπτα (ýpopta) |
tamlayan | ύποπτου (ýpoptou) | ύποπτης (ýpoptis) | ύποπτου (ýpoptou) | ύποπτων (ýpopton) | ύποπτων (ýpopton) | ύποπτων (ýpopton) |
belirtme | ύποπτο (ýpopto) | ύποπτη (ýpopti) | ύποπτο (ýpopto) | ύποπτους (ýpoptous) | ύποπτες (ýpoptes) | ύποπτα (ýpopta) |
seslenme | ύποπτε (ýpopte) | ύποπτη (ýpopti) | ύποπτο (ýpopto) | ύποπτοι (ýpoptoi) | ύποπτες (ýpoptes) | ύποπτα (ýpopta) |
ύποπτος (ýpoptos) e (çoğulu ύποπτοι, dişili ύποπτη)