άγευστος • (ágefstos) m (feminine άγευστη, neuter άγευστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άγευστος (ágefstos) | άγευστη (ágefsti) | άγευστο (ágefsto) | άγευστοι (ágefstoi) | άγευστες (ágefstes) | άγευστα (ágefsta) | |
genitive | άγευστου (ágefstou) | άγευστης (ágefstis) | άγευστου (ágefstou) | άγευστων (ágefston) | άγευστων (ágefston) | άγευστων (ágefston) | |
accusative | άγευστο (ágefsto) | άγευστη (ágefsti) | άγευστο (ágefsto) | άγευστους (ágefstous) | άγευστες (ágefstes) | άγευστα (ágefsta) | |
vocative | άγευστε (ágefste) | άγευστη (ágefsti) | άγευστο (ágefsto) | άγευστοι (ágefstoi) | άγευστες (ágefstes) | άγευστα (ágefsta) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άγευστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άγευστος, etc.)