From Ancient Greek ἄγρῠπνος (ágrupnos, “watchful, sleepless”).
άγρυπνος • (ágrypnos) m (feminine άγρυπνη, neuter άγρυπνο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άγρυπνος • | άγρυπνη • | άγρυπνο • | άγρυπνοι • | άγρυπνες • | άγρυπνα • |
genitive | άγρυπνου • | άγρυπνης • | άγρυπνου • | άγρυπνων • | άγρυπνων • | άγρυπνων • |
accusative | άγρυπνο • | άγρυπνη • | άγρυπνο • | άγρυπνους • | άγρυπνες • | άγρυπνα • |
vocative | άγρυπνε • | άγρυπνη • | άγρυπνο • | άγρυπνοι • | άγρυπνες • | άγρυπνα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άγρυπνος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άγρυπνος, etc.) |