ά- (á-, “un-”) + κόπος (kópos, “hard work, effort”)
άκοπος • (ákopos) m (feminine άκοπη, neuter άκοπο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άκοπος • | άκοπη • | άκοπο • | άκοποι • | άκοπες • | άκοπα • |
genitive | άκοπου • | άκοπης • | άκοπου • | άκοπων • | άκοπων • | άκοπων • |
accusative | άκοπο • | άκοπη • | άκοπο • | άκοπους • | άκοπες • | άκοπα • |
vocative | άκοπε • | άκοπη • | άκοπο • | άκοποι • | άκοπες • | άκοπα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άκοπος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άκοπος, etc.) |
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακοπότερος • | ακοπότερη • | ακοπότερο • | ακοπότεροι • | ακοπότερες • | ακοπότερα • |
genitive | ακοπότερου • | ακοπότερης • | ακοπότερου • | ακοπότερων • | ακοπότερων • | ακοπότερων • |
accusative | ακοπότερο • | ακοπότερη • | ακοπότερο • | ακοπότερους • | ακοπότερες • | ακοπότερα • |
vocative | ακοπότερε • | ακοπότερη • | ακοπότερο • | ακοπότεροι • | ακοπότερες • | ακοπότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ακοπότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακοπότατος • | ακοπότατη • | ακοπότατο • | ακοπότατοι • | ακοπότατες • | ακοπότατα • |
genitive | ακοπότατου • | ακοπότατης • | ακοπότατου • | ακοπότατων • | ακοπότατων • | ακοπότατων • |
accusative | ακοπότατο • | ακοπότατη • | ακοπότατο • | ακοπότατους • | ακοπότατες • | ακοπότατα • |
vocative | ακοπότατε • | ακοπότατη • | ακοπότατο • | ακοπότατοι • | ακοπότατες • | ακοπότατα • |
ά- (á-, “un-”) + κόπτω (kópto, “cut”)
άκοπος • (ákopos) m (feminine άκοπη, neuter άκοπο)