άμοιαστος • (ámoiastos) m (feminine άμοιαστη, neuter άμοιαστο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άμοιαστος • | άμοιαστη • | άμοιαστο • | άμοιαστοι • | άμοιαστες • | άμοιαστα • |
genitive | άμοιαστου • | άμοιαστης • | άμοιαστου • | άμοιαστων • | άμοιαστων • | άμοιαστων • |
accusative | άμοιαστο • | άμοιαστη • | άμοιαστο • | άμοιαστους • | άμοιαστες • | άμοιαστα • |
vocative | άμοιαστε • | άμοιαστη • | άμοιαστο • | άμοιαστοι • | άμοιαστες • | άμοιαστα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άμοιαστος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άμοιαστος, etc.) |