άναντρος • (ánantros) m (feminine άναντρη, neuter άναντρο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άναντρος (ánantros) | άναντρη (ánantri) | άναντρο (ánantro) | άναντροι (ánantroi) | άναντρες (ánantres) | άναντρα (ánantra) | |
genitive | άναντρου (ánantrou) | άναντρης (ánantris) | άναντρου (ánantrou) | άναντρων (ánantron) | άναντρων (ánantron) | άναντρων (ánantron) | |
accusative | άναντρο (ánantro) | άναντρη (ánantri) | άναντρο (ánantro) | άναντρους (ánantrous) | άναντρες (ánantres) | άναντρα (ánantra) | |
vocative | άναντρε (ánantre) | άναντρη (ánantri) | άναντρο (ánantro) | άναντροι (ánantroi) | άναντρες (ánantres) | άναντρα (ánantra) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άναντρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άναντρος, etc.)