άναρθρος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word άναρθρος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word άναρθρος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say άναρθρος in singular and plural. Everything you need to know about the word άναρθρος you have here. The definition of the word άναρθρος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofάναρθρος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From Ancient Greek ἄναρθρος (ánarthros, inarticulate, spineless).

Adjective

άναρθρος (ánarthrosm (feminine άναρθρη, neuter άναρθρο)

  1. inarticulate (speech)
  2. (grammar) lacking an article

Declension

singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άναρθρος (ánarthros) άναρθρη (ánarthri) άναρθρο (ánarthro) άναρθροι (ánarthroi) άναρθρες (ánarthres) άναρθρα (ánarthra)
genitive άναρθρου (ánarthrou) άναρθρης (ánarthris) άναρθρου (ánarthrou) άναρθρων (ánarthron) άναρθρων (ánarthron) άναρθρων (ánarthron)
accusative άναρθρο (ánarthro) άναρθρη (ánarthri) άναρθρο (ánarthro) άναρθρους (ánarthrous) άναρθρες (ánarthres) άναρθρα (ánarthra)
vocative άναρθρε (ánarthre) άναρθρη (ánarthri) άναρθρο (ánarthro) άναρθροι (ánarthroi) άναρθρες (ánarthres) άναρθρα (ánarthra)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άναρθρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άναρθρος, etc.)