From Ancient Greek ἄναρθρος (ánarthros, “inarticulate, spineless”).
άναρθρος • (ánarthros) m (feminine άναρθρη, neuter άναρθρο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άναρθρος (ánarthros) | άναρθρη (ánarthri) | άναρθρο (ánarthro) | άναρθροι (ánarthroi) | άναρθρες (ánarthres) | άναρθρα (ánarthra) | |
genitive | άναρθρου (ánarthrou) | άναρθρης (ánarthris) | άναρθρου (ánarthrou) | άναρθρων (ánarthron) | άναρθρων (ánarthron) | άναρθρων (ánarthron) | |
accusative | άναρθρο (ánarthro) | άναρθρη (ánarthri) | άναρθρο (ánarthro) | άναρθρους (ánarthrous) | άναρθρες (ánarthres) | άναρθρα (ánarthra) | |
vocative | άναρθρε (ánarthre) | άναρθρη (ánarthri) | άναρθρο (ánarthro) | άναρθροι (ánarthroi) | άναρθρες (ánarthres) | άναρθρα (ánarthra) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άναρθρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άναρθρος, etc.)