άνυδρος • (ánydros) m (feminine άνυδρη, neuter άνυδρο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άνυδρος (ánydros) | άνυδρη (ánydri) | άνυδρο (ánydro) | άνυδροι (ánydroi) | άνυδρες (ánydres) | άνυδρα (ánydra) | |
genitive | άνυδρου (ánydrou) | άνυδρης (ánydris) | άνυδρου (ánydrou) | άνυδρων (ánydron) | άνυδρων (ánydron) | άνυδρων (ánydron) | |
accusative | άνυδρο (ánydro) | άνυδρη (ánydri) | άνυδρο (ánydro) | άνυδρους (ánydrous) | άνυδρες (ánydres) | άνυδρα (ánydra) | |
vocative | άνυδρε (ánydre) | άνυδρη (ánydri) | άνυδρο (ánydro) | άνυδροι (ánydroi) | άνυδρες (ánydres) | άνυδρα (ánydra) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άνυδρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άνυδρος, etc.)