From Katharevousa ἅπαξ λεγόμενον, as with the ancient adverb ἅπαξ (hápax, “once”) and the neuter of the participle λεγόμενος (legómenos, “being said”) of λέγω (légō, “I say”), from the Latin term; see hapax legomenon.
άπαξ λεγόμενον • (ápax legómenon) n (plural άπαξ λεγόμενα)
As in λεγόμενος (legómenos).
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | άπαξ λεγόμενον (ápax legómenon) | άπαξ λεγόμενα (ápax legómena) |
genitive | άπαξ λεγομένου (ápax legoménou) | άπαξ λεγομένων (ápax legoménon) |
accusative | άπαξ λεγόμενον (ápax legómenon) | άπαξ λεγόμενα (ápax legómena) |
vocative | άπαξ λεγόμενον (ápax legómenon) | άπαξ λεγόμενα (ápax legómena) |