άτιμος • (átimos) m (feminine άτιμη, neuter άτιμο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άτιμος (átimos) | άτιμη (átimi) | άτιμο (átimo) | άτιμοι (átimoi) | άτιμες (átimes) | άτιμα (átima) | |
genitive | άτιμου (átimou) | άτιμης (átimis) | άτιμου (átimou) | άτιμων (átimon) | άτιμων (átimon) | άτιμων (átimon) | |
accusative | άτιμο (átimo) | άτιμη (átimi) | άτιμο (átimo) | άτιμους (átimous) | άτιμες (átimes) | άτιμα (átima) | |
vocative | άτιμε (átime) | άτιμη (átimi) | άτιμο (átimo) | άτιμοι (átimoi) | άτιμες (átimes) | άτιμα (átima) |