άψητος • (ápsitos) m (feminine άψητη, neuter άψητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άψητος (ápsitos) | άψητη (ápsiti) | άψητο (ápsito) | άψητοι (ápsitoi) | άψητες (ápsites) | άψητα (ápsita) | |
genitive | άψητου (ápsitou) | άψητης (ápsitis) | άψητου (ápsitou) | άψητων (ápsiton) | άψητων (ápsiton) | άψητων (ápsiton) | |
accusative | άψητο (ápsito) | άψητη (ápsiti) | άψητο (ápsito) | άψητους (ápsitous) | άψητες (ápsites) | άψητα (ápsita) | |
vocative | άψητε (ápsite) | άψητη (ápsiti) | άψητο (ápsito) | άψητοι (ápsitoi) | άψητες (ápsites) | άψητα (ápsita) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άψητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άψητος, etc.)