έγκαιρος • (égkairos) m (feminine έγκαιρη, neuter έγκαιρο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | έγκαιρος • | έγκαιρη • | έγκαιρο • | έγκαιροι • | έγκαιρες • | έγκαιρα • |
genitive | έγκαιρου • | έγκαιρης • | έγκαιρου • | έγκαιρων • | έγκαιρων • | έγκαιρων • |
accusative | έγκαιρο • | έγκαιρη • | έγκαιρο • | έγκαιρους • | έγκαιρες • | έγκαιρα • |
vocative | έγκαιρε • | έγκαιρη • | έγκαιρο • | έγκαιροι • | έγκαιρες • | έγκαιρα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο έγκαιρος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο έγκαιρος, etc.) |