έκτακτος • (éktaktos) m (feminine έκτακτη, neuter έκτακτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | έκτακτος (éktaktos) | έκτακτη (éktakti) | έκτακτο (éktakto) | έκτακτοι (éktaktoi) | έκτακτες (éktaktes) | έκτακτα (éktakta) | |
genitive | έκτακτου (éktaktou) | έκτακτης (éktaktis) | έκτακτου (éktaktou) | έκτακτων (éktakton) | έκτακτων (éktakton) | έκτακτων (éktakton) | |
accusative | έκτακτο (éktakto) | έκτακτη (éktakti) | έκτακτο (éktakto) | έκτακτους (éktaktous) | έκτακτες (éktaktes) | έκτακτα (éktakta) | |
vocative | έκτακτε (éktakte) | έκτακτη (éktakti) | έκτακτο (éktakto) | έκτακτοι (éktaktoi) | έκτακτες (éktaktes) | έκτακτα (éktakta) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο έκτακτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο έκτακτος, etc.)