Learned borrowing from Ancient Greek ἔμπρακτος (émpraktos, “within one's power to do”) with semantic loan from German tatsächlich.[1]
έμπρακτος • (émpraktos) m (feminine έμπρακτη, neuter έμπρακτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | έμπρακτος (émpraktos) | έμπρακτη (émprakti) | έμπρακτο (émprakto) | έμπρακτοι (émpraktoi) | έμπρακτες (émpraktes) | έμπρακτα (émprakta) | |
genitive | έμπρακτου (émpraktou) | έμπρακτης (émpraktis) | έμπρακτου (émpraktou) | έμπρακτων (émprakton) | έμπρακτων (émprakton) | έμπρακτων (émprakton) | |
accusative | έμπρακτο (émprakto) | έμπρακτη (émprakti) | έμπρακτο (émprakto) | έμπρακτους (émpraktous) | έμπρακτες (émpraktes) | έμπρακτα (émprakta) | |
vocative | έμπρακτε (émprakte) | έμπρακτη (émprakti) | έμπρακτο (émprakto) | έμπρακτοι (émpraktoi) | έμπρακτες (émpraktes) | έμπρακτα (émprakta) |