αβούλητος • (avoúlitos) m (feminine αβούλητη, neuter αβούλητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αβούλητος (avoúlitos) | αβούλητη (avoúliti) | αβούλητο (avoúlito) | αβούλητοι (avoúlitoi) | αβούλητες (avoúlites) | αβούλητα (avoúlita) | |
genitive | αβούλητου (avoúlitou) | αβούλητης (avoúlitis) | αβούλητου (avoúlitou) | αβούλητων (avoúliton) | αβούλητων (avoúliton) | αβούλητων (avoúliton) | |
accusative | αβούλητο (avoúlito) | αβούλητη (avoúliti) | αβούλητο (avoúlito) | αβούλητους (avoúlitous) | αβούλητες (avoúlites) | αβούλητα (avoúlita) | |
vocative | αβούλητε (avoúlite) | αβούλητη (avoúliti) | αβούλητο (avoúlito) | αβούλητοι (avoúlitoi) | αβούλητες (avoúlites) | αβούλητα (avoúlita) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αβούλητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αβούλητος, etc.)