αγαλβάνιστος • (agalvánistos) m (feminine αγαλβάνιστη, neuter αγαλβάνιστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αγαλβάνιστος (agalvánistos) | αγαλβάνιστη (agalvánisti) | αγαλβάνιστο (agalvánisto) | αγαλβάνιστοι (agalvánistoi) | αγαλβάνιστες (agalvánistes) | αγαλβάνιστα (agalvánista) | |
genitive | αγαλβάνιστου (agalvánistou) | αγαλβάνιστης (agalvánistis) | αγαλβάνιστου (agalvánistou) | αγαλβάνιστων (agalvániston) | αγαλβάνιστων (agalvániston) | αγαλβάνιστων (agalvániston) | |
accusative | αγαλβάνιστο (agalvánisto) | αγαλβάνιστη (agalvánisti) | αγαλβάνιστο (agalvánisto) | αγαλβάνιστους (agalvánistous) | αγαλβάνιστες (agalvánistes) | αγαλβάνιστα (agalvánista) | |
vocative | αγαλβάνιστε (agalvániste) | αγαλβάνιστη (agalvánisti) | αγαλβάνιστο (agalvánisto) | αγαλβάνιστοι (agalvánistoi) | αγαλβάνιστες (agalvánistes) | αγαλβάνιστα (agalvánista) |