Hello, you have come here looking for the meaning of the word
αγγλοποιώ. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
αγγλοποιώ, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
αγγλοποιώ in singular and plural. Everything you need to know about the word
αγγλοποιώ you have here. The definition of the word
αγγλοποιώ will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
αγγλοποιώ, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Άγγλ(ος) (Ángl(os), “Englishman”) + -ο- (-o-) + -ποιώ (-poió, “make”)
Pronunciation
- IPA(key): /aŋ.ɡlo.piˈo/
- Hyphenation: αγ‧γλο‧ποι‧ώ
Verb
αγγλοποιώ • (anglopoió) (past αγγλοποίησα, passive αγγλοποιούμαι, p‑past αγγλοποιήθηκα, ppp αγγλοποιημένος)
- to anglicise (UK), anglicize (US)
- to translate into English
Conjugation
αγγλοποιώ, αγγλοποιούμαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αγγλοποιώ
|
αγγλοποιήσω
|
αγγλοποιούμαι
|
αγγλοποιηθώ
|
2 sg
|
αγγλοποιείς
|
αγγλοποιήσεις
|
αγγλοποιείσαι
|
αγγλοποιηθείς
|
3 sg
|
αγγλοποιεί
|
αγγλοποιήσει
|
αγγλοποιείται
|
αγγλοποιηθεί
|
|
1 pl
|
αγγλοποιούμε
|
αγγλοποιήσουμε, [-ομε]
|
αγγλοποιούμαστε, αγγλοποιόμαστε
|
αγγλοποιηθούμε
|
2 pl
|
αγγλοποιείτε
|
αγγλοποιήσετε
|
αγγλοποιείστε, (αγγλοποιόσαστε)
|
αγγλοποιηθείτε
|
3 pl
|
αγγλοποιούν(ε)
|
αγγλοποιήσουν(ε)
|
αγγλοποιούνται
|
αγγλοποιηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αγγλοποιούσα
|
αγγλοποίησα
|
αγγλοποιούμουν(α), αγγλοποιόμουν(α)
|
αγγλοποιήθηκα
|
2 sg
|
αγγλοποιούσες
|
αγγλοποίησες
|
[αγγλοποιούσουν(α)], αγγλοποιόσουν(α)
|
αγγλοποιήθηκες
|
3 sg
|
αγγλοποιούσε
|
αγγλοποίησε
|
αγγλοποιούνταν, αγγλοποιόταν(ε), {αγγλοποιείτο}
|
αγγλοποιήθηκε
|
|
1 pl
|
αγγλοποιούσαμε
|
αγγλοποιήσαμε
|
αγγλοποιούμασταν, (‑ούμαστε), αγγλοποιόμασταν, (‑όμαστε)
|
αγγλοποιηθήκαμε
|
2 pl
|
αγγλοποιούσατε
|
αγγλοποιήσατε
|
[αγγλοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], αγγλοποιόσασταν, (‑όσαστε)
|
αγγλοποιηθήκατε
|
3 pl
|
αγγλοποιούσαν(ε)
|
αγγλοποίησαν, αγγλοποιήσαν(ε)
|
αγγλοποιούνταν, αγγλοποιόνταν(ε), (αγγλοποιόντουσαν), {αγγλοποιούντο}
|
αγγλοποιήθηκαν, αγγλοποιηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αγγλοποιώ ➤
|
θα αγγλοποιήσω ➤
|
θα αγγλοποιούμαι ➤
|
θα αγγλοποιηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αγγλοποιείς, …
|
θα αγγλοποιήσεις, …
|
θα αγγλοποιείσαι, …
|
θα αγγλοποιηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αγγλοποιήσει έχω, έχεις, … αγγλοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … αγγλοποιηθεί είμαι, είσαι, … αγγλοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αγγλοποιήσει είχα, είχες, … αγγλοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … αγγλοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … αγγλοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αγγλοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … αγγλοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … αγγλοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … αγγλοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
αγγλοποίησε
|
—
|
αγγλοποιήσου
|
2 pl
|
αγγλοποιείτε
|
αγγλοποιήστε
|
αγγλοποιείστε
|
αγγλοποιηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αγγλοποιώντας ➤
|
αγγλοποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αγγλοποιήσει ➤
|
αγγλοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αγγλοποιήσει
|
αγγλοποιηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
- see: Αγγλία f (Anglía, “England”)