αγερικός • (agerikós) m (feminine αγερική, neuter αγερικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αγερικός (agerikós) | αγερική (agerikí) | αγερικό (agerikó) | αγερικοί (agerikoí) | αγερικές (agerikés) | αγερικά (ageriká) | |
genitive | αγερικού (agerikoú) | αγερικής (agerikís) | αγερικού (agerikoú) | αγερικών (agerikón) | αγερικών (agerikón) | αγερικών (agerikón) | |
accusative | αγερικό (agerikó) | αγερική (agerikí) | αγερικό (agerikó) | αγερικούς (agerikoús) | αγερικές (agerikés) | αγερικά (ageriká) | |
vocative | αγερικέ (ageriké) | αγερική (agerikí) | αγερικό (agerikó) | αγερικοί (agerikoí) | αγερικές (agerikés) | αγερικά (ageriká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγερικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγερικός, etc.)