αγκαλιασμένος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αγκαλιασμένος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αγκαλιασμένος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αγκαλιασμένος in singular and plural. Everything you need to know about the word αγκαλιασμένος you have here. The definition of the word αγκαλιασμένος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαγκαλιασμένος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

Perfect participle of αγκαλιάζομαι (agkaliázomai), passive voice of αγκαλιάζω (embrace).

Pronunciation

  • IPA(key): /aŋ.ɡa.ʎaˈzme.nos/
  • Hyphenation: α‧γκα‧λια‧σμέ‧νος

Participle

αγκαλιασμένος (agkaliasménosm (feminine αγκαλιασμένη, neuter αγκαλιασμένο)

  1. embraced, cuddled

Declension

Declension of αγκαλιασμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγκαλιασμένος (agkaliasménos) αγκαλιασμένη (agkaliasméni) αγκαλιασμένο (agkaliasméno) αγκαλιασμένοι (agkaliasménoi) αγκαλιασμένες (agkaliasménes) αγκαλιασμένα (agkaliasména)
genitive αγκαλιασμένου (agkaliasménou) αγκαλιασμένης (agkaliasménis) αγκαλιασμένου (agkaliasménou) αγκαλιασμένων (agkaliasménon) αγκαλιασμένων (agkaliasménon) αγκαλιασμένων (agkaliasménon)
accusative αγκαλιασμένο (agkaliasméno) αγκαλιασμένη (agkaliasméni) αγκαλιασμένο (agkaliasméno) αγκαλιασμένους (agkaliasménous) αγκαλιασμένες (agkaliasménes) αγκαλιασμένα (agkaliasména)
vocative αγκαλιασμένε (agkaliasméne) αγκαλιασμένη (agkaliasméni) αγκαλιασμένο (agkaliasméno) αγκαλιασμένοι (agkaliasménoi) αγκαλιασμένες (agkaliasménes) αγκαλιασμένα (agkaliasména)