αγκωνιασμένος • (agkoniasménos) m (feminine αγκωνιασμένη, neuter αγκωνιασμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αγκωνιασμένος (agkoniasménos) | αγκωνιασμένη (agkoniasméni) | αγκωνιασμένο (agkoniasméno) | αγκωνιασμένοι (agkoniasménoi) | αγκωνιασμένες (agkoniasménes) | αγκωνιασμένα (agkoniasména) | |
genitive | αγκωνιασμένου (agkoniasménou) | αγκωνιασμένης (agkoniasménis) | αγκωνιασμένου (agkoniasménou) | αγκωνιασμένων (agkoniasménon) | αγκωνιασμένων (agkoniasménon) | αγκωνιασμένων (agkoniasménon) | |
accusative | αγκωνιασμένο (agkoniasméno) | αγκωνιασμένη (agkoniasméni) | αγκωνιασμένο (agkoniasméno) | αγκωνιασμένους (agkoniasménous) | αγκωνιασμένες (agkoniasménes) | αγκωνιασμένα (agkoniasména) | |
vocative | αγκωνιασμένε (agkoniasméne) | αγκωνιασμένη (agkoniasméni) | αγκωνιασμένο (agkoniasméno) | αγκωνιασμένοι (agkoniasménoi) | αγκωνιασμένες (agkoniasménes) | αγκωνιασμένα (agkoniasména) |