αγκωνιασμένος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αγκωνιασμένος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αγκωνιασμένος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αγκωνιασμένος in singular and plural. Everything you need to know about the word αγκωνιασμένος you have here. The definition of the word αγκωνιασμένος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαγκωνιασμένος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Participle

αγκωνιασμένος (agkoniasménosm (feminine αγκωνιασμένη, neuter αγκωνιασμένο)

  1. perfect passive participle of αγκωνιάζω (agkoniázo)

Declension

Declension of αγκωνιασμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγκωνιασμένος (agkoniasménos) αγκωνιασμένη (agkoniasméni) αγκωνιασμένο (agkoniasméno) αγκωνιασμένοι (agkoniasménoi) αγκωνιασμένες (agkoniasménes) αγκωνιασμένα (agkoniasména)
genitive αγκωνιασμένου (agkoniasménou) αγκωνιασμένης (agkoniasménis) αγκωνιασμένου (agkoniasménou) αγκωνιασμένων (agkoniasménon) αγκωνιασμένων (agkoniasménon) αγκωνιασμένων (agkoniasménon)
accusative αγκωνιασμένο (agkoniasméno) αγκωνιασμένη (agkoniasméni) αγκωνιασμένο (agkoniasméno) αγκωνιασμένους (agkoniasménous) αγκωνιασμένες (agkoniasménes) αγκωνιασμένα (agkoniasména)
vocative αγκωνιασμένε (agkoniasméne) αγκωνιασμένη (agkoniasméni) αγκωνιασμένο (agkoniasméno) αγκωνιασμένοι (agkoniasménoi) αγκωνιασμένες (agkoniasménes) αγκωνιασμένα (agkoniasména)