αγκύλος • (agkýlos) m (feminine αγκύλη, neuter αγκύλο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αγκύλος (agkýlos) | αγκύλη (agkýli) | αγκύλο (agkýlo) | αγκύλοι (agkýloi) | αγκύλες (agkýles) | αγκύλα (agkýla) | |
genitive | αγκύλου (agkýlou) | αγκύλης (agkýlis) | αγκύλου (agkýlou) | αγκύλων (agkýlon) | αγκύλων (agkýlon) | αγκύλων (agkýlon) | |
accusative | αγκύλο (agkýlo) | αγκύλη (agkýli) | αγκύλο (agkýlo) | αγκύλους (agkýlous) | αγκύλες (agkýles) | αγκύλα (agkýla) | |
vocative | αγκύλε (agkýle) | αγκύλη (agkýli) | αγκύλο (agkýlo) | αγκύλοι (agkýloi) | αγκύλες (agkýles) | αγκύλα (agkýla) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγκύλος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγκύλος, etc.)