αγριο- (agrio-, “wild”) + λουλούδι (louloúdi, “flower”)
αγριολούλουδο • (agrioloúloudo) n (plural αγριολούλουδα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγριολούλουδο (agrioloúloudo) | αγριολούλουδα (agrioloúlouda) |
genitive | αγριολούλουδου (agrioloúloudou) | αγριολούλουδων (agrioloúloudon) |
accusative | αγριολούλουδο (agrioloúloudo) | αγριολούλουδα (agrioloúlouda) |
vocative | αγριολούλουδο (agrioloúloudo) | αγριολούλουδα (agrioloúlouda) |