αγροτικός • (agrotikós) m (feminine αγροτική, neuter αγροτικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγροτικός • | αγροτική • | αγροτικό • | αγροτικοί • | αγροτικές • | αγροτικά • |
genitive | αγροτικού • | αγροτικής • | αγροτικού • | αγροτικών • | αγροτικών • | αγροτικών • |
accusative | αγροτικό • | αγροτική • | αγροτικό • | αγροτικούς • | αγροτικές • | αγροτικά • |
vocative | αγροτικέ • | αγροτική • | αγροτικό • | αγροτικοί • | αγροτικές • | αγροτικά • |